μποϋκοτάζ

μποϋκοτάζ
το άκλ. бойкот

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μποϋκοτάζ" в других словарях:

  • μποϋκοτάζ — Βλ. λ. μποϊκοτάζ. * * * το βλ. μποϊκοτάζ …   Dictionary of Greek

  • αποκλεισμός — Όρος του διεθνούς δικαίου. Διακρίνεται σε ειρηνικό και πολεμικό α. Ο ειρηνικός συνίσταται στην παρεμπόδιση των πλοίων να προσεγγίσουν στα λιμάνια του κράτους στο οποίο επιβάλλεται, με σκοπό τη ματαίωση των εμπορικών του συναλλαγών, ώστε να… …   Dictionary of Greek

  • μποϊκοτάζ — (boycottage). Άρνηση μιας κοινωνικής ομάδας να διατηρήσει σχέσεις, συνήθως οικονομικής μορφής, με κάποιο άτομο, επιχείρηση, ομάδα κλπ. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του λοχαγού Τζέιμς Μπόικοτ (Boycott), διαχειριστή των κτημάτων του κόμη του Eρν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»